σωματίζω

σωματίζω
Α [σῶμα, σώματος]
1. περιβάλλω με σώμα, ενσαρκώνω
2. καταγράφω σε επίσημο βιβλίο
3. διατυπώνω σε μορφή αποδεικτικού εγγράφου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σεσωματίσθαι — σωματίζω embody perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματιοῦντες — σωματίζω embody fut part act masc nom/voc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματισθῆναι — σωματίζω embody aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωματίσθη — σωματίζω embody aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματισμός — ὁ, Α [σωματίζω] 1. καταγραφή, καταχώριση στο σώμα, στο επίσημο βιβλίο 2. καταχώριση στον φορολογικό κατάλογο 3. (γενικά) εγγραφή σε κατάλογο …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • διεσωματίσθη — διά σωματίζω embody aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκσωματίζεται — ἐκ σωματίζω embody pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκσωματίζονται — ἐκ σωματίζω embody pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεσωματίσθησαν — ἐν σωματίζω embody aor ind pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”